Η πόλη της Σητείας και οι ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές της ζουν στους ρυθμούς μια σύγχρονης κοσμοπολίτικης ζωής.

Η Σητεία αποτελεί την πρωτεύουσα του ομώνυμου Δήμου και της Επαρχίας. Μια ωραία αμφιθεατρική πόλη με πληθυσμό σήμερα πάνω από 11.000 κατοίκους.

Δεσπόζει στον ομώνυμο κόλπο και αποτελεί ειρηνικό καταφύγιο για τους χιλιάδες Έλληνες και ξένους επισκέπτες που μ’ αυτήν αφετηρία ξεκινούν για να επισκεφτούν τα 45 χωριά της, να γευτούν την πατροπαράδοτη κρητική φιλοξενία και να διαπιστώσουν με θαυμασμό πως κάθε γωνιά της Σητειακής γης κρύβει στα σπλάχνα της κι από ένα αρχαιολογικό θησαυρό που πιστοποιεί την μεγάλη πολιτιστική παράδοση στον τόπο αυτό.

Το όνομα Σητεία είναι παλιό και προήλθε από την ονομασία της αρχαίας πόλεως Ήτιδος ή Ητείας που βρισκόταν στην Ανατολική Κρήτη σύμφωνα με τα λεγόμενα του Διογένη του Λαέρτιου που την θεωρεί πατρίδα του Μύσωνα ενός από τους 7 σοφούς. Σ’ αυτό συμφωνεί και ο λεξικογράφος του Ε ‘ αι. μ.Χ. Στέφανος Βυζάντιος Μπορεί όμως το όνομα να είναι προελληνικό και να πρόκειται για την SE-TO-I-JA των πινακίδων της γραμμικής γραφής. Ο μελετητής του Ερωτόκριτου Γιάνναρης πιστεύει πως το τελικό Σητεία προήλθε από την γενική της Ήτείας ή από το εις Ητείαν.

Πλήθος αρχαίων ερειπίων, κατοικιών, τειχών, δείχνουν πως υπήρχε εκεί μια συστηματική αρχαία κατοίκηση αν και όλα τα ευρήματα είναι Μινωϊκών χρόνων. Ας ελπίσουμε πως η αρχαιολογική σκαπάνη θα δώσει κάποτε απάντηση στο διπλό ερώτημα πόσο σπουδαίος υπήρξε ο συνοικισμός και ποιο το όνομά του, γιατί ακόμα κανένα εύρημα δεν μας έχει φανερώσει το αν πρόκειται για την αρχαία Ητεία ή άλλη πόλη. Στον Πετρά, στα τέλη του 1979, ο Ν.Π. Παπαδάκης, αρχαιολόγος ανέσκαψε ρωμαϊκό τάφο με πλούσια κτερίσματα. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, φυσικά έπαψε να υφίσταται και επανιδρύθηκε μετά την ανακατάληψη της νήσου, αφού στο Τακτικό του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου το 980 αναφέρεται Επίσκοπος Σητείας. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Λατίνους Σταυροφόρους οι οποίοι την πούλησαν στην Βενετία, Σητεία, Ιεράπετρα, Μιραμβέλλο και Λασήθι δημιούργησαν μια ευρύτερη ενιαία διοικητική περιφέρεια στην οποία δόθηκε το όνομα Sestiere di Cannaregio, από το όνομα μιας συνοικίας της Βενετίας και διαιρέθηκε σε 33 ιπποτείες με διοικητή τον Leonardo Feletro. Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει ο Ιταλός ερευνητής Cornelius το 1755 στο έργο Creta Sacra βασισμένος στην Historia Candiane έργο του 16ου αιώνα του ιστορικού Ανδρέα Κορνάρου που οι νεώτερες έρευνες τον θέλουν Σητειακό και μάλιστα αδελφό του ποιητή του Ερωτόκριτου. Αργότερα τον 14ο αιώνα η διοικητική διαίρεση άλλαξε και η Σητεία με την Ιεράπετρα αποτέλεσαν ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια με έδρα την Σητεία που ονομάστηκε Teritorio di Sitia ενώ το Μεραμπέλλο και το Λασίθι υπήχθησαν στον Χάνδακα. Η Σητεία που γράφεται στα Βενετσιάνικα έγγραφα Sittia ή Sithia ή Settia άκμασε και προόδευσε τόσο από την αρχή της Ενετικής κατάκτησης ώστε η Γερουσία σε έγγραφό της το 1232 την αποκαλεί «Maximum statum et lumen ejusdem insulae » δηλαδή μεγάλο σταθμό και φως της νήσου. Παρ’ όλα αυτά η Σητεία έλαβε ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστάσεις εναντίον των κατακτητών το 1212,1228-1234,1271-1277, 1282-1299,1341-1347 και 1362. Στην τελευταία, στην οποία συμμετείχαν κυρίως οι Βενετοί άποικοι και έγινε ανακήρυξη της Κρήτης σαν αυτόνομης Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου, στη Σητεία συνέβη το εξής γεγονός το οποίο μας αναφέρει ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Φραγκίσκος Πετράρχης. « Στο λιμάνι της Σητείας προσορμίστηκαν πολεμικά και εμπορικά πλοία των Ενετών τα οποία έπλεαν προς την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια και οι ναύτες βγήκαν στην ξηρά για να εφοδιαστούν με νερό. Οι Σητειακοί αρνήθηκαν και επακολούθησε συμπλοκή η οποία ενώ στην αρχή φαινόταν πως θα είχε νικηφόρο τέλος για τους επισκέπτες τελικά οι κάτοικοι της Σητείας όχι μόνο τους νίκησαν, αλλά τους καταδίωξαν και βύθισαν αρκετά από τα πλοία της νηοπομπής».

Το 1508 φοβερός σεισμός έπληξε την πόλη της Σητείας και προξένησε μεγάλες καταστροφές ώστε ούτε ο ίδιος ο Ενετός διοικητής της δεν ήταν δυνατό να μείνει στο οίκημα του διοικητηρίου. Προτού ακόμα επιδιορθωθούν οι φοβερές ζημιές του σεισμού αυτού νέος φοβερός κίνδυνος απειλεί την πόλη, είναι οι επιδρομές του τρομερού κουρσάρου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα διάσημου πειρατή, ο οποίος ερήμωσε τα Σητειακά παράλια και ακολούθως το 1538 επιτέθηκε εναντίον της πόλεως της Σητείας και σκόρπισε τον όλεθρο και την καταστροφή στο Μπούργο, δηλαδή στην εκτός των τοιχών συνοικία που έμεναν οι έμποροι και οι άλλοι επαγγελματίες και στην συνέχεια επιτέθηκε στα τείχη της οχυρωμένης πόλης τα οποία δεν κατόρθωσε να καταλάβει και έφυγε αφήνοντας πίσω του όμως ανεπανόρθωτες καταστροφές. Το άγχος και η αγωνία των Σητειακών είχε αρχίσει από πολύ πριν όπως και σε όλη την Κρήτη καθώς οι Οθωμανοί, μετά την πτώση της Βασιλεύουσας (Κωνσταντινούπολης), είχαν στρέψει τις βλέψεις τους στο νησί που κατείχαν οι Ενετοί. Επιδρομές Τούρκων στα 1462 και 1471 είχαν αναγκάσει πολλά χωριά της επαρχίας μετά από συνεχείς λεηλασίες τους να εγκαταληφθούν από τους κατοίκους τους. Έτσι στην περίφημη πια για τα στοιχεία της απογραφής του 1583 που σύνταξε ο Πέτρος Καστροφύλακας ιδιαίτερος των συνδίκων Γκρίτη και Γκαρζώνη και που φαίνεται ότι έχει βασιστεί σε απογραφικά στοιχεία του 1577 που είχε συλλέξει ο Ενετός προβλέπτης Foscarini, η Σητεία αριθμεί 54 χωριά και 13572 κατοίκους ενώ από άλλα στοιχεία (συμβολαιογραφικές πράξεις, χάρτες, αναφορές διοικητικές) φαίνεται ότι πριν από τις Τουρκικές επιδρομές η περιφέρεια της Σητείας είχε πάνω από 80 χωριά. Ο πληθυσμός της πόλης της Σητείας τότε ήταν 1931 κάτοικοι. Στην ίδια απογραφή δίνεται και κατάλογος των Ευγενών Ενετών και Αρχοντορωμαίων στους οποίους περιλαμβάνονται και 46 φεουδάρχες της Σητείας μεταξύ των οποίων αναφέρονται και τα ονόματα των Κορνάρων, Καραντινών, Σαλαμών, Τζωρτζηδων, Βλάχου, Κράσσου τα οποία έχουν επιβιώσει σε επίθετα σημερινών Σητειακών. Η επιδρομή του πειρατή Μπαρμπαρόσσα του 1538 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την πόλη της Σητείας. Πολλοί πιστεύουν πως η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά μετά από αυτήν την επιδρομή πράγμα που μάλλον δεν είναι αλήθεια.

Το βέβαιο είναι ότι α) η περιοχή Μπούργκο ξαναφτιάχτηκε πάλι και β) η Ενετική εξουσία σκεφτόταν σοβαρά να εκκενώσει την πόλη της Σητείας. Το 1639 ο Γενικός προβλέπτης Isepo Civran σε έκθεσή του, προτείνει να εγκαταλειφτεί η Σητεία και να μεταφερθούν οι κάτοικοί της σε οχυρά φρούρια του εσωτερικού της Επαρχίας και πιθανώς στο Λιόπετρο και στο Μόντε Φόρτε. Όμως η εγκατάλειψη της πόλης δεν έγινε αμέσως αλλά γύρω στα 1648 οπότε οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Σητεία. Οι κάτοικοι δέχονται την απόφαση με απόγνωση. Δεν θέλουν να αφήσουν το χώμα των προγόνων τους, το βίο τους και τα ιερά τους.

Ο Κρητικός ποιητής Μαρίνος Μπουνιαλής στο ποίημα του για τον πόλεμο της Κρήτης κατά των Τούρκων που αποτελείται από 12.000 στίχους και πρωτοτυπώθηκε στην Βενετία το 1681, τραγουδά με αληθινό σπαραγμό το δράμα των προσφύγων.Αλλά αν το 1648 έγινε η εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους, η φρουρά της περιτειχισμένης πόλης αμύνθηκε μέχρι το 1651, οπότε φαίνεται με την αποχώρηση της φρουράς έγινε και καταστροφή από την ίδια των τειχών και των σπουδαιοτέρων κτισμάτων. Την πτώση της Σητείας περιγράφει επίσης και ο ιατροφιλόσοφος Αθανάσιος Σκληρός ή Πικρός που έζησε τα γεγονότα του Βενετοτουρκικού πολέμου και πέθανε στο Ηράκλειο το 1664 και ο οποίος περιέργως ονομάζει την Σητεία Εστία. Μετά την εγκατάλειψη και καταστροφή της πόλης όλες οι ιστορικές μαρτυρίες δείχνουν πως η Σητεία δεν κατοικήθηκε για δύο αιώνες. Το 1845 που την επισκέφθηκε ο Γάλλος γεωλόγος V. Raulin όπως μας γραφεί στο έργο του Description Physique de l’ ile Crete» δεν βρήκε στην θέση της παρά μερικούς ‘’μαγαζέδες’’ δηλαδή αποθήκες για την συλλογή λαδιού. Λίγο αργότερα την επισκέφτηκε ο Άγγλος πλοίαρχος TB Spratt που την περιγράφει σαν σωρούς ερειπίων όπως την άφησαν, χωρίς ποτέ να ξανακτιστεί ή να κατοικηθεί από Τούρκους. Μετά την κατάληψη της πόλης και της επαρχίας από τους Τούρκους η Σητεία αποτέλεσε ιδιαίτερη διοικητική διαίρεση: την υποδιοίκηση Σητείας που διαιρέθηκε σε 44 μουκατάδες κάτι ανάλογο με τα τιμάρια των Ενετών. Το 1671 έγινε απογραφή των Τούρκων ύστερα από διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη Κιοπρουλή Πασά και αναφέρονται 45 χωριά με 895 οικογένειες. Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για θρησκευτική ανεξαρτησία στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Επισκοπή Σητείας το 1571 είχε συνενωθεί με την Ιεράπετρα και ο Επίσκοπος έφερε τον τίτλο του Μητροπολίτου Ιεράς και Σητείας με έδρα την Ιεράπετρα. Στα τέλη της Τουρκοκρατίας επανιδρύθηκε η Επισκοπή Σητείας και το 1832 ενώθηκε πάλι με αυτήν της Ιεράπετρας. Το 1870 ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Χουσεϊν Αβνή Πασάς με τον διοικητή του Λασιθίου Κωστή Αδοσίδη Πασά αποφάσισε αντί του Πισκοκεφάλου που στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν το σπουδαιότερο χωριό της επαρχίας, κάτι σαν πρωτεύουσα, να αγοραστεί η περιοχή των ερειπίων της παλαιάς Σητείας και να δημιουργηθεί εκεί η νέα πρωτεύουσα της επαρχίας. Το ρυμοτομικό σχέδιο ήταν του Αβνή Πασά και η νέα πόλη προς τιμή του ονομάστηκε Αβνιέ, ονομασία που μόνο οι Οθωμανοί συνήθιζαν ενώ οι Έλληνες την έλεγαν Λιμάνι της Σητείας ή Στεία. Από τα πρώτα δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν στην νέα πόλη ήταν και το Επαρχείο που δυστυχώς κατεδαφίστηκε γύρω στα 1955 και στη θέση του αναγέρθηκε το νέο κτίριο των Δημόσιων Υπηρεσιών που και αυτό σήμερα έχει εγκαταλειφτεί ως ακατάλληλο (πλην των δικαστηρίων). Στην απογραφή του 1881 η Σητεία είχε μόλις 570 κατοίκους, οι οποίοι το 1928 έφθασαν τους 2170. Το 1911 υδροδοτήθηκε από τις θαυμάσιες πηγές του χωριού Ζού. Από τότε η Σητεία εξελίσσεται με άλματα σε ένα από τα πιο σπουδαία αστικά κέντρα της Κρήτης. Εκτός από την οικονομική άνθηση της πόλης που στηρίζεται κυρίως στην διακίνηση της μεγάλης παραγωγής της επαρχίας σε λάδι, σταφίδα και κηπευτικά σπουδαία είναι και η πολιτιστική της ανόρθωση που στηρίζεται στην βαριά πολιτιστική της κληρονομιά.