Η Μονή Αρκαδίου βρίσκεται κοντά στο χωριό Αμνάτος, 23χλμ ανατολικά του Ρεθύμνου στα σύνορα των επαρχιών Μυλοποτάμου, Ρεθύμνου και Αμαρίου. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 500μ, πάνω σε ένα εύφορο υψίπεδο με ελαιώνες, αμπελώνες, πεύκα, κυπαρίσσια και πρίνους. Η ακριβής ημερομηνία ιδρύσεως του μοναστηριού δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 12ο αιώνα σε φέουδο της οικογένειας Καλλέργη. Κατά μια άλλη εκδοχή, το όνομα της οφείλεται σε κάποιον μοναχό Αρκάδιο που ίδρυσε τη μονή κατά τον 16ο αιώνα. Κατά τη Τουρκοκρατία η μονή ονομαζόταν και Τσανλί Μαναστίρ (δικαιούχος κώδωνας), καθώς οι μοναχοί της μονής είχαν αποσπάσει το δικαίωμα από τους Τούρκους να κτυπούν την καμπάνα αντί του σήμαντρου.Ο αρχικός ναός του μοναστηριού ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Κωνσταντίνο και ερείπια του διατηρούνται στο βορειοδυτικό τμήμα του περίβολου. Το 1672, η μικρή ως τότε μονή μετατράπηκε σε κοινόβιο και άρχισε η ανοικοδόμηση του μεγάλου ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που δεσπόζει σήμερα στο κέντρο του περιβόλου. Το καθολικό περιβάλλεται από ένα ορθογώνιο συγκρότημα κτιρίων με την εξωτερική τους μεριά να σχηματίζει ισχυρό τείχος που το έκανε απόρθητο από τους εχθρούς. Τα κτίρια περιλαμβάνουν χώρους φιλοξενίας, το ηγουμενείο, την τράπεζα, τα μαγειρεία, το φούρνο, το ζυμωτήριο, τις τροφιμαποθήκες, δεξαμενή, τη φάμπρικα λαδιού και οίνου, κλπ. Μερικές αίθουσες έχουν μετατραπεί σε μουσείο σπουδαίες εκκλησιαστικές συλλογές από άμφια, εικόνες, ιερά σκεύη, βιβλία, χειρόγραφα και αντικείμενα που σχετίζονται με την επανάσταση του 1866 (όπως το λάβαρο).Η ισχυρή οχύρωση του Αρκαδίου προσέλκυε τους επαναστατημένους Κρητικούς με αποτέλεσμα να πυρποποληθεί από τους Οθωμανούς πολλές φορές, κατά το 1646, το 1821 και το 1866. Πολλά τούρκικα και ελληνικά έγγραφα αναφέρονται στη ζωή και στις περιπέτειες του μοναστηριού που ήταν σε θέση να διατρέφει ή να αποκρύπτει καταζητούμενους, να παρέχει στοιχειώδη παιδεία, να ενισχύει ηθικά την περιοχή και να ηγείται των εθνικών υποθέσεων. Το Αρκάδι αποτελεί σίγουρα το ιστορικότερο μοναστήρι της Κρήτης, το οποίο έμελλε να γίνει το ιερότερο σύμβολο των Αγώνων των Κρητικών για την Ελευθερία, καθώς εδώ έγινε το τραγικό ολοκαύτωμα του 1866 με την ανατίναξη της οιναποθήκης όπου φυλούσαν οι επαναστάτες την πυρίτιδα. Το γεγονός αυτό άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση του νησιού το 1898, ενώ η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Αρκάδι ως Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ΤΟ 1866

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Κρητικοί έκαναν πολλές συνεχιζόμενες Επαναστάσεις όπως του Δασκαλογιάννη το 1770, κατά των Γενιτσάρων το 1821, κατά των Αιγυπτίων το 1822, της Γραμβούσας το 1828, του Χαιρέτη το 1811, οι οποίες απέτυχαν αλλά πείσμωναν ακόμη περισσότερο το λαό. Η επανάσταση που άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση ήταν η μεγάλη επανάσταση του 1866, που μαζί με τις επαναστάσεις του 1878 και 1895 έδωσαν τέλος στον τουρκικό ζυγό το 1898. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 έφερε πλήγμα κατά της τουρκικής αυτοκρατορίας, σημαντική οικονομική φθορά και κυρίως διάσειση του στρατιωτικού της γοήτρου. Η Mονή Αρκαδίου από την πρώτη κιόλας στιγμή της Επαναστάσεως υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων. Έτσι τη 1η Μαΐου του 1866, 1500 επαναστάτες από όλη την Κρήτη συγκεντρώθηκαν με αρχηγό τον Χατζήμιχάλη Γιάνναρη όπου εξέλεξαν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης. Ο Ισμαήλ Πασάς πληροφορήθηκε τα γεγονότα και απαίτησε από τον ηγούμενου να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι, αλλιώς θα το καταστρέψει ολοσχερώς. Ο ηγούμενος αρνήθηκε και τον Ιούλιο ο Ισμαήλ έστειλε στρατιωτική δύναμη. Ωστόσο, η Επιτροπή είχε απομακρυνθεί κι έτσι οι Τούρκοι αρκέστηκαν στο να σπάσουν τις εικόνες και τα ιερά σκεύη του ναού. Η επιτροπή ξαναγύρισε και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Πασάς ξαναζήτησε την απομάκρυνση της από το μοναστήρι, αλλιώς θα το αφανίσει εντελώς! Το μήνυμα του Ισμαήλ απορρίφθηκε και αμέσως άρχισαν οι αμυντικές διεργασίες για την υπεράσπιση του μοναστηριού. Στις 24 Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκε στο Μπαλί ο Πάνος Κορωναίος και μετέβη κατευθείαν στο Αρκάδι, όπου ανακηρύχθηκε Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου. Οργάνωσε τη στρατιωτική άμυνα και παρατήρησε ότι το Αρκάδι δεν προσφέρεται για άμυνα. Ο ηγούμενος και οι μοναχοί είχαν αντίθετη γνώμη, κι έτσι αφού ορίστηκε ως φρούραρχος ο Ιωάννης Δημακόπουλος, ο Κορωναίος έφυγε. Στο μοναστήρι είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές. Οι 325 ήταν άνδρες από τους οποίους 259 είχαν όπλα και τα υπόλοιπα άτομα ήταν γυναικόπαιδα. Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου ξεκίνησε από το Ρέθυμνο τακτικός στρατό με 6.000 πεζούς, 200 ιππείς, 1.200 Αλβανούς και 30 κανόνια. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου του 1866 όλος αυτός ο στρατός με αρχηγό το γαμπρό του Μουσταφά Πασά, Σουλεϊμάν Βέη, βρέθηκε μπροστά στη μονή. Τα χαράματα της ίδιας μέρας βρήκαν τους πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα στη Θεία Λειτουργία. Όταν ο ηγούμενος Γαβριήλ έμαθε ότι οι Τούρκοι βρίσκονται στα υψώματα γύρω από το μοναστήρι, ευλόγησε τους Επαναστάτες και όλοι πήραν θέσεις μάχης. Σε λίγο ο Σουλεϊμάν Βέης κάλεσε από το λόφο Κορέ τους Κρήτες πολεμιστές να παραδοθούν. Την απάντηση την έδωσαν τα όπλα των πολιορκούμενων και το υψωμένο λάβαρο που εικόνιζε την Μεταμόρφωση του Χριστού (και φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της μονής). Στη βορειοδυτική γωνιά του περιβόλου κυμάτιζε η γαλανόλευκη σημαία του αρχηγού Γιώργη Δασκαλάκη, το κοντάρι της οποίας έσπασε πολλές φορές από τις σφαίρες των Τούρκων. Οι γυναίκες βοηθούσαν κουβαλώντας πολεμοφόδια και νερό, ενώ οι Τούρκοι προσπαθούσαν μάταια να πλησιάσουν και να καταστρέψουν την δυτική πύλη. Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα με πολλές απώλειες των Τούρκων. Στον ανεμόμυλο (σημερινό οστεοφυλάκιο) είχαν κλειστεί εφτά Κρήτες, οι οποίοι προξένησαν τη μεγαλύτερη φθορά στους Τούρκους, αλλά μέχρι το βράδυ σκοτώθηκαν όλοι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Τούρκοι μετέφεραν από το Ρέθυμνο δύο βαριά κανόνια. Το ένα ήταν η ‘Μπομπάρδα κουτσαχείλα’, πασίγνωστη σε όλη την Κρήτη για την καταστροφική της αποτελεσματικότητα. Οι απελπισμένοι πολιορκούμενοι αποφασίζουν να στείλουν κρυφά τον παπά Κρανιώτη και τον Αδάμ Παπαδάκη για να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους καπετάνιους του Αμαρίου. Οι δύο άνδρες ενημερώνουν επιτυχώς τους άλλους αρχηγούς, αλλά οι ενισχύσεις δεν μπόρεσαν να φτάσουν ποτέ. Μάλιστα, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ηρωικός Αδάμ Παπαδάκης κατάφερε να ξαναγυρίσει από τη σιγουριά της ελευθερίας του στο μοναστήρι, όπου ήξερε ότι θα βρει σίγουρο θάνατο. Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου η καμπάνα κάλεσε για τελευταία φορά τους Κρητικούς. Πολεμιστές, γέροι, γυναίκες και παιδιά μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων. Ακόμη και τα παιδιά είχαν καταλάβει ότι ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Η 9η Νοεμβρίου είχε ξημερώσει και η μάχη είχε αρχίσει. Οι κανονιές τράνταζαν το μοναστήρι και η δυτική πύλη κατέρρευσε. Οι κραυγές των γυναικόπαιδων, ο μεγάλος κρότος των κανονιών και οι άγριοι αλαλαγμοί των Τούρκων συγκλόνιζαν την περιοχή. Ο ηγούμενος διέταζε όταν θα μπουν οι Τούρκοι, όσοι ζουν να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, στην Καστρινή πόρτα, για να δώσουν φωτιά στο μπαρούτι και να θυσιαστούν για να μην πιαστούν ζωντανοί και να σκοτωθούν όσοι περισσότεροι Τούρκοι γίνεται. Η μάχη συνεχιζόταν ανελέητα. Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες και οι αμυνόμενοι σκοτώνονταν ο ένας μετά από τον άλλο. Οι Τούρκοι κατάφεραν να μπουν στο περίβολο της μονής με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εκεί η γιγαντομαχία. Γιαταγάνια, λόγχες, κρητικά μαχαίρια και άλλα αιχμηρά αντικείμενα χτυπούσαν πάνω στις ανθρώπινες σάρκες. Γυναίκες και παιδιά με γοερές κραυγές έτρεχαν έξαλλα προς την πυριτιδαποθήκη για την τελευταία θυσία. Σε όσους πολεμιστές είχαν τελειώσει τα πολεμοφόδια, κατέβαιναν στην αυλή και μάχονταν σώμα με σώμα με τους πρώτους Τούρκους που είχαν καταφέρει να μπουν στον περίβολο. Τότε πολλά κορίτσια και γυναίκες έτρεξαν στην πυριτιδαποθήκη για να παραδώσουν τα κορμιά τους στις φλόγες παρά στις θηριωδίες των Τούρκων. Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα της γενικής εφόδου με αποτέλεσμα να γεμίσει ο περίβολος από Τούρκους. Ο Δημακόπουλος και άλλοι πολεμιστές που μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στις θέσεις τους, όρμησαν με τα ξίφη και σκότωσαν πολλούς Τούρκους από εκείνους που ήταν στην αυλή. Μετά από λίγο τα ξίφη έσπασαν κι όσοι πολεμιστές δεν είχαν σκοτωθεί κλείστηκαν στα Μεσοκούμια (νοσοκομείο). Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να μπαίνουν από παντού αφού η αντίσταση είχε υποχωρήσει από όλες τις πλευρές. Είχε πια βραδιάσει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στην πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης με την πιστόλα στο χέρι και διέταξε όποιον ήθελε να απομακρυνθεί, καθώς θα έβαζε φωτιά στο μπαρούτι. Τότε ακριβώς είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Τούρκοι στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης και προσπαθούσαν να μπουν μέσα για να σφάξουν τους Χριστιανούς. Ο Γιαμπουδάκης περίμενε να συγκεντρωθούν κι άλλοι Τούρκοι στην είσοδο, για να σκοτωθούν περισσότεροι. Αφού ήρθαν κι άλλοι, ο Γιαμπουδάκης έκανε το σταυρό του και σημάδευσε τα βαρέλια. Μια θεόρατη λάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ’ ένα παράξενο ανακάτωμα και οι ψυχές των Κρητικών πέρασαν στην αιωνιώτητα και στην ιστορία για πάντα. Μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ο Ιωάννης Δημακόπουλος συνέχισε να μάχεται κατά των Τουρκαλβανών στον περίβολο της Μονής. Ο ίδιος αποφάσισε να παραδοθεί στον τακτικό τουρκικό στρατό όταν έλαβε εγγυήσεις για την ζωή των τελευταίων υπερασπιστών που μάχονταν μέσα από τα ερείπια. Ωστόσο, την επομένη εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό, τόσο αυτός όσο και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι. Ακόμη και σήμερα φαίνονται τα σημάδια του αποκεφαλισμού από τα γιαταγάνια στα τραπέζια της τραπεζαρίας. Το αποτέλεσμα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου ήταν 114 άνδρες και γυναίκες αιχμάλωτοι, 864 Κρητικοί νεκροί και 1500 περίπου νεκροί Τούρκοι. Στα κυπαρίσσια της μονής υπάρχουν ακόμα οι σφαίρες εκείνης της εποχής. Ο πασάς πίστεψε ότι με τη νίκη του αυτή θα σταματούσε την επανάσταση στην Κρήτη, κάτι που δεν έγινε αφού με την μάχη αυτή μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο αγώνας του Κρητικού λαού για την ελευθερία του. Το Κρητικό Ζήτημα άνοιξε τις κλειστές πύλες της ευρωπαϊκής διπλωματίας, άλλαξε τη νοοτροπία και την τακτική των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Κρήτης και οδήγησε στην απελευθέρωσή της το 1898.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

6ος αιώνας: Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ηράκλειτος ιδρύει την μονή Αρκαδίου.

12ος αιώνας: Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αρκάδιος ανακατασκευάζει την μονή Αρκαδίου στην περιοχή που ανήκει στην οικογένεια Καλλέργη.

14ος αιώνας: Κτίζεται ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, ο οποίος σήμερα είναι ερειπωμένος.

1587: Οι μοναχοί Κλήμης και Βησαρίωνας Χορτάτζης ανακαινίζουν τη μονή Αρκαδίου ανακαινίζεται και κτίζουν το σημερινό μεγαλοπρεπή ναό της.

1645: Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Ρέθυμνο και οι μοναχοί καταφεύγουν στη Μονή Βροντησίου, εκτός από δύο γέροντες που σφαγιάζονται. Η μονή λεηλατείται και καταστρέφεται. Ο ηγούμενος της μονής καταφέρνει να αποσπάσει από τους Τούρκους το προνόμιο να κρούουν την καμπάνα, ενώ απαγορευόταν σε όλα τα άλλα μοναστήρια.

1658: Ο Μουσταφά Πασάς απαγορεύει την κρούση καμπάνας, αλλά ο ηγούμενος επιδεικνύει την άδεια της Μεγάλης Πύλης και το Αρκάδι εξαιρείται ξανά.

1670: Κτίζεται η μεγαλοπρεπής τράπεζα του μοναστηριού.

18ος αιώνας: Οι σπουδαίοι χειρόγραφοι κώδικες της βιβλιοθήκης της μονής πωλούνται από άγνοια ή από ανάγκη. Το μοναστήρι παρακμάζει.

1822: Ο Γεντίμ Αλής καταλαμβάνει τη μονή, αλλά σύντομα την ανακαταλαμβάνουν οι Επαναστάτες του Αμαρίου και εξοντώνουν τους Τούρκους.

1831-1841: Κατά την σύντομη Αιγυπτιοκρατία, η μονή γνωρίζει μεγάλη ακμή.

7-9 Νοεμβρίου 1866: Συντελείται το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου , ένα από τα τραγικότερα γεγονότα της Ελληνικής Ιστορίας.

1870: Αναστηλώνεται το κατεστραμμένο μοναστήρι.

1933: Ο Τιμόθεος Βενέρης διαμορφώνει το μουσείο με τα ιστορικά κειμήλια της μονής.